- ζέρεθρα
- ζέρεθρονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζέρεθρον — ζέρεθρον, τὁ (Α) υπόγειο ρεύμα ποταμού («πρότερον δ οὐκ ἐχόντων ἔκρυσιν, τῶν βερέθρων, ἃ καλοῡσιν οἱ Ἀρκάδες ζέρεθρα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. τού βέρεθρον*] … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek